ἐναργέστατ'

ἐναργέστατ'
ἐναργέστατα , ἐναργής
visible
adverbial superl
ἐναργέστατα , ἐναργής
visible
neut nom/voc/acc superl pl
ἐναργέστατε , ἐναργής
visible
masc voc superl sg
ἐναργέσταται , ἐναργής
visible
fem nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακρόθεν — (AM μακρόθεν) επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά μσν. 1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά 2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος 3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος αρχ. από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ ἄν ἐκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”